μεταφοίτησις

μεταφοίτησις
μεταφοίτησις, ἡ (Α)
[μεταφοιτώ]
μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη, ιδίως από τη ζωή στον θάνατο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”